- ἐνστίλβοντα
- ἐν-στίλβωglitterpres part act neut nom/voc/acc plἐν-στίλβωglitterpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενστίλβω — ἐνστίλβω (Α) [στίλβω] λάμπω μέσα σε κάτι («χρυσὸν τοῑς... ἔργοις ἐνστίλβοντα», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek